στιχογράφος

στιχογράφος
ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στιχογράφος — verse writer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχογράφος, ο — η αυτός που γράφει στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ριμαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα 2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore] …   Dictionary of Greek

  • στιχογραφία — η, Ν [στιχογράφος] σύνθεση ασήμαντων στίχων …   Dictionary of Greek

  • στιχογραφικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με τη στιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • στιχουργός — ο, ΝΜΑ αυτός που συνθέτει στίχους, που γράφει ποιητικά έργα νεοελλ. (με ειρωνική σημ.) μέτριος ποιητής, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + ουργός* (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • στιχοπλόκος, ο — η στιχογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”